φαίκλα

φαίκλα
ἡ, Α
βλ. φέκλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φαίκλαν — φαίκλᾱν , φαίκλα faecula fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαίκλην — φαίκλα faecula fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαίκλης — φαίκλα faecula fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαίκλῃ — φαίκλα faecula fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέκλη — ἡ, ΜΑ, και σφέκλη και φαίκλα Α το κατακάθι τού κρασιού και, κυρίως, η καμμένη τρύγα («τρυγὸς οἴνου κεκαυμένης, ἣν Ρωμαῑοι φέκλην καλοῡσι», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faecula «τρύγα, μούστος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”